δαγκωμένος

δαγκωμένος
η , ο
1) укушенный; ужаленный; 2) тех шпунтовой (о соединении)

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Смотреть что такое "δαγκωμένος" в других словарях:

  • δαγκωτός — ή, ό 1. αυτός που έγινε από δάγκωμα 2. όποιος έχει δάγκωμα, ο δαγκωμένος 3. (για συναρμοζόμενα πράγματα) ο προσαρμοσμένος στις αντίστοιχες εσοχές ή εξοχές τού άλλου 4. φρ. «τού τό ριξα δαγκωτό» τόν καταψήφισα με επιδεικτική εμπάθεια …   Dictionary of Greek

  • εχεόδηκτος — ἐχεόδηκτος, ον (Α) δαγκωμένος από οχιά. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. εχεόδηκτος αντί εχιόδηκτος* < έχις «οχιά» + δηκτος (< δάκνω «δαγκώνω»)] …   Dictionary of Greek

  • κυνόδηκτος — η, ο (AM κυνόδηκτος, ον) δαγκωμένος από σκύλο αρχ. αυτός που προήλθε από δάγκωμα σκυλιού («ἡ δὲ θεραπεία ἡ αὐτὴ καὶ τῶν κυνοδήκτων ἑλκῶν», Αριστοτ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κυν(ο)* + δηκτος (< δάκνω), πρβλ. θηριό δηκτος, καρδιό δηκτος] …   Dictionary of Greek

  • σκορπιόπληκτος — ον, Α δαγκωμένος από το έντομο σκορπιός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκορπίος + πληκτος (< πλήττω), πρβλ. κεραυνό πληκτος] …   Dictionary of Greek

  • ψυλλοδαγκωμένος — η, ο, Ν τσιμπημένος από ψύλλους. [ΕΤΥΜΟΛ. < ψύλλος + δαγκωμένος] …   Dictionary of Greek

  • δαγκώνομαι — δαγκώνομαι, δαγκώθηκα, δαγκωμένος βλ. πίν. 4 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • δαγκωτός, -ή — ό επίρρ. ά 1. αυτός που έγινε από δάγκωμα. 2. ο δαγκωμένος: Μου έδωσε ένα δαγκωτό κομμάτι ψωμί. 3. αυτός που συναρμολογείται με εσοχές και εξοχές: Το παζλ φτιάχνεται με κομμάτια που μπαίνουν δαγκωτά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • δαγκώνω — ωσα, ώθηκα, δαγκωμένος 1. σφίγγω ή κόβω κάτι με τα δόντια μου: Δάγκωσε τη γλώσσα του ενώ έτρωγε. 2. μτφ., πληγώνω κάποιον ψυχικά με πικρά λόγια: Δαγκώθηκε όταν άκουσε τι είχαν να του πουν για τον πατέρα του …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»